- βλεφαρίδα
- η1) ресница; 2) πλ. зоол, реснички
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλεφαρίδα — η (AM βλεφαρίς) [βλέφαρον] (συνήθ. σε πληθ.) ειδικές τρίχες που εκφύονται από το μπροστινό κράσπεδο των βλεφάρων αρχ. μσν. βλέφαρο … Dictionary of Greek
βλεφαρίδα — η το ματοτσίνορο, το ματόκλαδο: Οι βλεφαρίδες της είναι βαμμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλεφαρίδα — βλεφαρίς eyelash fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεφαρίδ' — βλεφαρίδα , βλεφαρίς eyelash fem acc sg βλεφαρίδι , βλεφαρίς eyelash fem dat sg βλεφαρίδε , βλεφαρίς eyelash fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
βλεφαρίς — η βλ. βλεφαρίδα … Dictionary of Greek
επιβλεφαρίς — ἐπιβλεφαρίς, η (Α) η βλεφαρίδα … Dictionary of Greek
κτένιο — το (AM κτένιον) βλ. χτένι νεοελλ. ζωολ. ανατομικός σχηματισμός τών κτενοφόρων, που είναι μεγάλου μήκους συγχωνευμένη βλεφαρίδα … Dictionary of Greek
ματοτσύνορο — και ματοτσύνουρο, το η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + τσύνορο / τσύνουρο βλ. και ματόκλαδο] … Dictionary of Greek
ματόκλαδο — και ματοκλάδι το 1. βλεφαρίδα 2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ αστέρια» Άγγ. Σικελιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β συνθετικό τής λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό φυλλα και… … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek